Ακούγοντας τραγούδια όπως το παρακάτω, νιώθω ότι αν και έχουν περάσει τα χρόνια, κι αν έχουν αλλάξει οι άνθρωποι, κι ολόκληρος ο κόσμος γύρω μας, κάτι ακόμα αγγίζει τα σωθικά μου. Αισθάνομαι την φωνή της Μελίνας, κάθε συλλαβή, κάθε πενιά του μπουζουκιού να δονείται κάπου μέσα μου, αόριστα και συγκεκριμένα. Δεν περιμένω να το αισθάνεται αυτό κανείς άλλος. Και δεν πιστεύω ότι μπορεί να το αισθανθεί κάποιος άλλος εκτός από κάποιον που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε αυτόν τον τόπο. Γιατί δεν είναι μόνο οι λέξεις και το νόημά τους, ή η μουσική και οι ήχοι. Αυτά με μία καλή μετάφραση μπορεί να τα καταλάβει ο οποιοσδήποτε. Την μουσική μπορεί να την ακούσει οποιοσδήποτε και να καταλάβει την μελωδία. Πώς θα μπορούσε όμως κάποιος να τα αισθανθεί και να ριγήσει;
Δεν έχει νόημα μόνο να καταλάβεις τι λένε οι στίχοι και ότι η μελωδία είναι ελληνική. Πρέπει να είναι και κάτι άλλο. Κι αυτό είναι η θέση που έχουν πάρει αυτές οι λέξεις στη ζωή μας. Από τη μητέρα μας ακούμε το "σ' αγαπώ" και το νιώθουμε τι εννοεί, αν και μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε. Αργότερα, μπορεί να ακούσουμε το "love you", το πιο πιθανό μέσα από την τηλεόραση σε καμιά ταινία και απλά το καταλαβαίνουμε. Ποτέ δεν θα το αισθανθούμε. Έτυχε ποτέ κάποιος ξένος να σας πει αυτή τη μικρούλα φράση; Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν πρόκειται να νιώσατε το ελάχιστο.
Για τον ήχο του μπουζουκιού τι να πω; Η ιστορία του είναι η ιστορία μας. Η περιφρόνησή του στην αρχή και η αποδοχή του στη συνέχεια, έχει ταυτιστεί με σημαντικές κοινωνικές αλλαγές στον τόπο μας. Θυμάμαι να βλέπω τους ξένους να σηκώνονται και να χορεύουν συρτάκι ή καμιά στραβοχυμένη ζεμπεκιά όταν ακούσουν μπουζούκι. Πιστεύετε ότι θα μπορούσαν ποτέ να το νιώσουν; Τους βλέπεις να κινούνται σαν μαριονέτες. Ούτε τον εαυτό τους δεν μπορούν να πείσουν.
Και η φωνή της Μελίνας που σε παρασέρνει με τόσο περίσσιο πάθος. Μια φωνή που νιώθω ότι ακούγεται από μέσα μου. Η Μελίνα απλά, νιώθω ότι αγαπάει και όχι λόβς. Νιώθω ότι ζει με πάθος και όχι με πάσσιον. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Η φωνή της, και όλη η φιγούρα της έχει ταυτιστεί με την ελληνίδα μητέρα μας, με τη γιαγιά μας, με τη γυναίκα μας. Μια εξιδανεικευμένη μορφή σαν να ξεπήδησε από κάποιον αρχαίο μύθο. Μια αρχετυπική πια μορφή που ορίζει και ορίζεται από αυτόν τον τόπο. Ό,τι και να πω αισθάνομαι ότι είναι τόσο λίγο για κάτι τόσο δυνατό.
Κατανοώ ότι λίγο πολύ έχουμε πέσει στη λούμπα της ξενολατρίας, του διαφορετικού, της περιφρόνησης του ντόπιου. Όπως αισθάνονται και τα παιδιά που μεγαλώνουν στην επαρχία. Θέλουν με την πρώτη ευκαιρία να φύγουν για τις μεγαλουπόλεις. Και πολλές φορές υιοθετούν μία περιφρονητική και απαξιωτική στάση απέναντι στον τόπο καταγωγής τους. Αφού κάνουν όμως όλα τον κύκλο τους, και πια δεν αισθάνονται ότι πρέπει να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν και προπαντώς στον εαυτό τους, γυρίζουν πίσω.
Ίσως να είμαστε ο πιο νοσταλγικός λαός σε αυτόν τον πλανήτη. Δεν το ξέρουμε μέχρι που να αρχίσει να μη μας χωράει ο τόπος. Όλοι μας επιστρέφουμε στις παλιές γειτονιές, στα παλιά μας σχολεία, μυρίζουμε τον αέρα, όταν είμαστε πια ελεύθεροι από τις προκαταλήψεις μας και μπορούμε να αφεθούμε σε αυτό που αγγίζει την ψυχή μας. Το ίδιο γίνεται και με τη μουσική. Ίσως να είναι παρατραβηγμένο αυτό που θα πω, αλλά έχω την πεποίθηση ότι αν κάποιος απαρνηθεί εντελώς την ελληνική μουσική, απαρνείται πολλά πράγματα από τον εαυτό του.
Θέλω να καθήσετε και να ακούσετε κάθε λέξη, και κάθε πενιά. Νιώστε τον ήχο των λέξεων από το στόμα της Μελίνας, σκεφτείτε πότε μπορεί να ακούσατε για πρώτη φορά αυτές τις λέξεις. Αφήστε για λίγο την μουσική σας ξενιτιά. Γυρίστε στο χώμα που πρωτοπατήσατε. Είμαι σίγουρος ότι θα βρεθείτε σε μια ηλιόλουστη παραλία με ελαφρύ αεράκι, και το κύμα να βρέχει τα πόδια σας. Αναπνεύστε ελεύθερα... αφήστε τον ήλιο να πλύνει τα όνειρά σας. Θέλω να σας φανταστώ με λίγη αλμύρα στα χείλη. Κι αυτό είναι ότι μας χάρισε ποτέ αυτός ο τόπος, αυτό είναι ότι μας χάρισε η μουσική που ένιωσε αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους της.
Παίδες, καλή ακρόαση!
Γεια!
Δεν έχει νόημα μόνο να καταλάβεις τι λένε οι στίχοι και ότι η μελωδία είναι ελληνική. Πρέπει να είναι και κάτι άλλο. Κι αυτό είναι η θέση που έχουν πάρει αυτές οι λέξεις στη ζωή μας. Από τη μητέρα μας ακούμε το "σ' αγαπώ" και το νιώθουμε τι εννοεί, αν και μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε. Αργότερα, μπορεί να ακούσουμε το "love you", το πιο πιθανό μέσα από την τηλεόραση σε καμιά ταινία και απλά το καταλαβαίνουμε. Ποτέ δεν θα το αισθανθούμε. Έτυχε ποτέ κάποιος ξένος να σας πει αυτή τη μικρούλα φράση; Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν πρόκειται να νιώσατε το ελάχιστο.
Για τον ήχο του μπουζουκιού τι να πω; Η ιστορία του είναι η ιστορία μας. Η περιφρόνησή του στην αρχή και η αποδοχή του στη συνέχεια, έχει ταυτιστεί με σημαντικές κοινωνικές αλλαγές στον τόπο μας. Θυμάμαι να βλέπω τους ξένους να σηκώνονται και να χορεύουν συρτάκι ή καμιά στραβοχυμένη ζεμπεκιά όταν ακούσουν μπουζούκι. Πιστεύετε ότι θα μπορούσαν ποτέ να το νιώσουν; Τους βλέπεις να κινούνται σαν μαριονέτες. Ούτε τον εαυτό τους δεν μπορούν να πείσουν.
Και η φωνή της Μελίνας που σε παρασέρνει με τόσο περίσσιο πάθος. Μια φωνή που νιώθω ότι ακούγεται από μέσα μου. Η Μελίνα απλά, νιώθω ότι αγαπάει και όχι λόβς. Νιώθω ότι ζει με πάθος και όχι με πάσσιον. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Η φωνή της, και όλη η φιγούρα της έχει ταυτιστεί με την ελληνίδα μητέρα μας, με τη γιαγιά μας, με τη γυναίκα μας. Μια εξιδανεικευμένη μορφή σαν να ξεπήδησε από κάποιον αρχαίο μύθο. Μια αρχετυπική πια μορφή που ορίζει και ορίζεται από αυτόν τον τόπο. Ό,τι και να πω αισθάνομαι ότι είναι τόσο λίγο για κάτι τόσο δυνατό.
Κατανοώ ότι λίγο πολύ έχουμε πέσει στη λούμπα της ξενολατρίας, του διαφορετικού, της περιφρόνησης του ντόπιου. Όπως αισθάνονται και τα παιδιά που μεγαλώνουν στην επαρχία. Θέλουν με την πρώτη ευκαιρία να φύγουν για τις μεγαλουπόλεις. Και πολλές φορές υιοθετούν μία περιφρονητική και απαξιωτική στάση απέναντι στον τόπο καταγωγής τους. Αφού κάνουν όμως όλα τον κύκλο τους, και πια δεν αισθάνονται ότι πρέπει να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν και προπαντώς στον εαυτό τους, γυρίζουν πίσω.
Ίσως να είμαστε ο πιο νοσταλγικός λαός σε αυτόν τον πλανήτη. Δεν το ξέρουμε μέχρι που να αρχίσει να μη μας χωράει ο τόπος. Όλοι μας επιστρέφουμε στις παλιές γειτονιές, στα παλιά μας σχολεία, μυρίζουμε τον αέρα, όταν είμαστε πια ελεύθεροι από τις προκαταλήψεις μας και μπορούμε να αφεθούμε σε αυτό που αγγίζει την ψυχή μας. Το ίδιο γίνεται και με τη μουσική. Ίσως να είναι παρατραβηγμένο αυτό που θα πω, αλλά έχω την πεποίθηση ότι αν κάποιος απαρνηθεί εντελώς την ελληνική μουσική, απαρνείται πολλά πράγματα από τον εαυτό του.
Θέλω να καθήσετε και να ακούσετε κάθε λέξη, και κάθε πενιά. Νιώστε τον ήχο των λέξεων από το στόμα της Μελίνας, σκεφτείτε πότε μπορεί να ακούσατε για πρώτη φορά αυτές τις λέξεις. Αφήστε για λίγο την μουσική σας ξενιτιά. Γυρίστε στο χώμα που πρωτοπατήσατε. Είμαι σίγουρος ότι θα βρεθείτε σε μια ηλιόλουστη παραλία με ελαφρύ αεράκι, και το κύμα να βρέχει τα πόδια σας. Αναπνεύστε ελεύθερα... αφήστε τον ήλιο να πλύνει τα όνειρά σας. Θέλω να σας φανταστώ με λίγη αλμύρα στα χείλη. Κι αυτό είναι ότι μας χάρισε ποτέ αυτός ο τόπος, αυτό είναι ότι μας χάρισε η μουσική που ένιωσε αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους της.
Παίδες, καλή ακρόαση!
Γεια!
ΥΓ: Για καλύτερο άκουσμα, χωρίς μικροδιακοπές, σας προτείνω να σταματάτε την εναλλαγή των φωτογραφιών στη δεξιά στήλη.
1 σχόλιο:
έχεις δίκιο για το σ'αγαπάω στα ελληνικά.. νομίζω γι' αυτό καμιά φορά γράφει κανείς στ' αγγλικά, για να αφαιρέσει λίγο απο το συναίσθημα, να αποφορτίσει κάτι προσωπικό ίσως..
φιλια riddler μου :)
Δημοσίευση σχολίου