Κυριακή 4 Μαΐου 2008

Πριγκιπέσα

Τον ακολούθησα. Κι αυτή είναι μία μικρή μου ομολογία, χαρισμένη από μένα για σας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι τέτοιο. Απολαμβάνοντας την περιπλάνηση στους δρόμους της πόλης, παρατηρώ τα βλέμματά τους, ακούω τις αναπνοές τους. Τρέφομαι από τη ζωή τους. Είναι συνήθως όλοι τόσο βιαστικοί που δεν υποψιάζονται ότι κίνησαν το ενδιαφέρον σε κάποιον, και αυτός τους ακολουθεί σαν να προσπαθεί να λύσει κάποιο μυστήριο. Έτσι με τόση απλότητα και τόση λαιμαργία.

Αγαπημένο μέρος είναι το λιμάνι. Είναι ένα πολύ καλό πεδίο παρατήρησης. Στέκια για όλες τις ηλικίες και όλα τα γούστα. Είχε ήδη βραδιάσει, τα μαγαζιά γεμάτα, κόσμος να μιλάει, κόσμος να γελάει, ένα αδιάβλητο μουρμουρητό, σαν σιγόντα ψαλμωδίας. Το φεγγάρι είχε τις τιμητικές του. Φωτεινό, ολόκληρο, περήφανο, σαν μία φωτεινή έξοδο μέσα στη νύχτα. Πέρασε αρκετή ώρα που τίποτα δεν μου είχε κινήσει την περιέργεια. Τα συνηθισμένα μοτίβα ενός σαββατόβραδου. Κατευθύνθηκα προς τα ρεμπετάδικα. Μαζωμένα όλα μαζί, το ένα δίπλα στο άλλο, μέσα σε στενά που τα έντυναν με μία γραφικότητα εποχής. Αυτό το ταξίδι σε μία άλλη εποχή με καθήλωνε. Ο κόσμος έπερνε μία άλλη όψη μέσα σε αυτά τα στενά. Και μία ιδιαίτερη όψη μου τράβηξε την προσοχή. Μόνος του, ντυμένος στα μαύρα, με βήματα βαριά, που δεν βιάζονταν, προχωρούσε σταθερά. Δεν τον ένοιαζε που πήγαινε, δεν ανυπομονούσε να φτάσει. Λεπτά χαρακτηριστικά, ψηλός, γύρω στα 50, προσπερνούσε τους περαστικούς σχεδόν αδιάφορος. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και τον ακολούθησα.

Μετά από λίγη ώρα, έφτασε σε ένα ρεμπετάδικο, που η μουσική ακουγόταν μέχρι έξω στο δρόμο. Μπήκε μέσα. Πλησίασα και εγώ. Ο πορτιέρης με κοίταξε περίεργα, σαν να κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί μου, αλλά μάλλον συνηθισμένος στα περίεργα της νύχτας μου άνοιξε την πόρτα και ψυχρά μου είπε «Περάστε. Καλή διασκέδαση.»

Προχώρησα στο κουτουκάκι, χαμηλοτάβανο, με ρεμπέτικο ντεκόρ, προσπέρασα κάποιους πελάτες χωρίς να τους κοιτάξω και πήγα κι έκατσα σ’ ένα μικρό μπαρ. Εκεί καθόταν, μαζί με κάποιους άλλους, και ο στόχος μου. Οι παρέες στα τραπέζια, και οι μόνοι στο μπαρ. Μία διάκριση που μάλλον την απολάμβανα. Οι ανένταχτοι έχουν μία θέση στο μπαρ, πάντα πιο ψηλά από τους τραπεζομένους.

Δείχνοντας αδιάφορος και ότι τάχα απολαμβάνω το πρόγραμμα, προσπαθούσα πολύ σκληρά παρατηρώ κάθε κίνηση, κάθε λέξη, κάθε νεύμα της βραδινής μου λείας. Παρατήρησα μία μεγάλη οικειότητα με τον μπαρμαν, τον ήξερε με τον μικρό του όνομα και του μιλούσε στον ενικό. Το όνομά του ήταν ‘Αγγελος. Ο μπαρμαν τον ρώτησε : «κύριε Άγγελε, το συνηθισμένο;», και ο κύριος Άγγελος απάντησε : «Το συνηθισμένο, και κάντα δύο. Ας κερδίσω τον χαμένο χρόνο». Το συνηθισμένο ήταν ουίσκι διπλό μ’ ένα παγάκι. Δεν πρόλαβα να δω πότε ήπιε τα πρώτα δύο. Παράγγειλε άλλα δύο. Άκουσα τον μπάρμαν, τον Στελάκη, να του λέει : «Δεν είσαι καλά, κύριε Άγγελε. Βάσανα;», και ο Άγγελος του απαντάει « Καλύτερα από ποτέ. Άιντε, στην υγειά σου!»

Αυτό συνεχίστηκε για τις επόμενες δύο ώρες. Ήξερα ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καλά. Ο κύριος Άγγελος μετά από δύο μπουκάλια ουίσκι, είχε στο βλέμμα του μία αδιαπέραστη ομίχλη, που δεν άφηνε να φανερωθούν οι προθέσεις του. Παρήγγειλε, ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι. Είδα τον μπαρμαν να δυσανασχετεί. Του δίνει ένα μπουκάλι, και του βγάζει ένα καινούριο ποτήρι με ένα δοχείο πάγο. «Δεν τα χρειάζομαι αυτά», λέει ο κύριος Άγγελος και κάνει πέρα το ποτήρι και τον πάγο. Βλέπει τον μπάρμαν που προσθέτει την αξία του μπουκαλιού στο τεφτέρι που είχε σημειώσει και όλα τα υπόλοιπα τα ποτά για να μην χάσει τον λογαριασμό, και του λέει με κυνικό ύφος « Τζάμπα κρατάς λογαριασμό. Είναι δώρο άδωρο. Πώς να σου το πω, ρε Στελάκη, δεν μπορώ πια να είμαι ο «τζάμπα σωστός» με το στανιό. Κατάλαβες ρε, τι με κοιτάς έτσι σαν χάνος. Βαρέθηκα!». «Μα κύριε Άγγελε, τι λές; Ποιος θα τα πληρώσει όλα αυτά. Εσύ πάντα ήσουν σωστός με τους λογαριασμούς σου. Τώρα αποφάσισες ν’ αλλάξεις χαρακτήρα; Ελά τώρα, πες μου ότι αστιεύεσαι. Δεν θέλω μπερδέματα». Ο Στελάκης με ανήσυχο βλέμμα προσπαθεί να εντοπίσει το αφεντικό του μαγαζιού, χωρίς να καταλάβει τίποτα ο κύριος Άγγελος. «Έλα στην υγειά σου», φωνάζει ο κύριος Άγγελος και πίνει από το μπουκάλι. « Στελάκη μια ζωή άλλα θέλω κι άλλα κάνω, όμως μέσα μου αγόρι μου…(γελάει) Απίστευτος ο κόσμος, άκουσες, απίστευτος κι ο χαρακτήρας μας! Τόσα χρόνια με λάθη στραβά και πάθη που μ’ έβγαλαν σωστό, δεν έδωσα δικαίωμα, σε κανέναν, τόσα χρόνια κι έφτασα ως εδώ. Τώρα όμως θα συμμορφωθώ! Δεν θα είμαι πια σωστός με το στανιό! Αϊντε στην υγειά μας!»

Ο κύριος Άγγελος δεν είχε καταλάβει πάνω στο παραλήρημά του ότι ο μπαρμαν είχε ειδοποιήσει τους μπράβους του μαγαζιού. Περίμεναν από πίσω του. Ο Στελάκης τον προειδοποιεί «κύριε Άγγελε, τελευταία προειδοποίηση, θα πληρώσετε ή θα με αναγκάσετε να σας πετάξω έξω;» «Τι λες ρε Στελάκη; Έξω φυσάει αέρας, καλά δεν είμαστε εδώ; Κοίτα κι αυτούς που χορεύουν γύρω μας. Καλά δεν περνάμε;» «κύριε Άγγελε, δεν αστειεύομαι, δεν έχω άλλη επιλογή», «κάνε το καθήκον σου μικρέ. Κι εσύ άλλα θες κι άλλα κάνεις, να θυμάσαι όμως πως τζάμπα κρατάς λογαριασμό στους καϋμούς του καθενός. Κάνε το καθήκον σου λοιπόν, τι με κοιτάς;» «Πάρτε τον»

Τον αρπάζουν δύο μπράβοι και τον σέρνουν έξω από το μαγαζί. Τον πετάνε με δύναμη στο πεζοδρόμιο. Σωριάζετε κάτω. Οι δύο μπράβοι τον βαράνε μερικές κλωτσιές και του λένε «Μην σε ξαναδούμε, κατάλαβες!».

Είχα βγει και εγώ από το μαγαζί, αλλά δεν βρήκα το κουράγιο να τον προστατέψω από τους μπράβους. Ευτυχώς δεν τον σακάτεψαν πολύ. Όταν μπήκαν λοιπόν πάλι οι μπράβοι στο μαγαζί, πλησίασα τον κύριο Άγγελο για να τον βοηθήσω. «Είστε καλά; Απίστευτος ο κόσμος. Κι όλα αυτά για λίγο ουίσκι. Ελάτε να σας βοηθήσω να σηκωθείτε.» «(ο κ. Άγγελος γελάει, τραβάει από κάτω του το μπουκάλι με το ουίσκι και πίνει) Παράτα μες, φιλέσπλαχνε! Πήγαινε να βοηθήσεις τη δικιά σου ζωή! Επιτέλους διωγμένος, ξημερώματα πεταμένος στο δρόμο. (γελάει πιο δυνατά)» . Πισωπάτησα και απομακρύνθηκα από κοντά του. Ο αχάριστος είπα από μέσα μου. Απομακρύνθηκα και κρύφτηκα στις σκιές του δρόμου. Δεν κατάφερα να πείσω τον εαυτό μου να φύγει. Εθισμένος από την παρουσία του, αποφάσισα να μείνω, σαν παράσιτο σε μια ξένη ζωή, να συνεχίζω να ρουφάω αίμα από την πληγή του. Τι θα κάνει τώρα, αναλογίστηκα. Τον είδα να σηκώνεται αργά από το πεζοδρόμιο, στηριζόμενος στο ένα χέρι, γιατί το άλλο δεν αποχωριζόταν το ουίσκι. Αφού κατάφερε να ορθοποδήσει άρχισε να προχωράει προς το λιμάνι, σαν υπνωτισμένος. Καθώς προχωρούσε τρεκλίζοντας, με βήματα αβέβαια, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν θα καταφέρει να κάνει το επόμενο, φώναζε με όση δύναμη του είχε απομείνει «Ξημερώματα στο δρόμο και χάνω το μυαλό μου, μ’ ακούς πριγκιπέσα μου, χάνω το μυαλό μου». Έφτασε στο λιμάνι, το φεγγάρι έμοιαζε να αγγίζει τη θάλασσα. Έμεινε ακίνητος, σκούπισε το πρόσωπό του, σαν να διώχνει την ομίχλη από πάνω του, αφήνει το μπουκάλι με το ουίσκι να πέσει κάτω. Το ουίσκι σαν σπονδή κατρακυλάει προς τη θάλασσα. Ο κ. Άγγελος, σαν σφάγιο προς θυσία στο φεγγάρι, βαδίζει προς αυτό, χωρίς φόβο, με αβάσταχτη για μένα σιγουριά. Μένει στην άκρη του λιμανιού, λουσμένος από το φως του φεγγαριού, μονολογεί κάτι που το μόνο που κατάφερα να ακούσω ήταν «…πριγκιπέσα μου, το φως σου…». Χάθηκε ξαφνικά από μπροστά μου μέσα στον ήχο ενός παφλασμού. Δεν έκανα καμία προσπάθεια για να τον σταματήσω, ο κ. Άγγελος, είχε δίκιο, είχα άλλον να βοηθήσω. Έτσι απλά, «απίστευτος ο κόσμος κι ο χαρακτήρας μας». Βάδισα με σκυμμένο το κεφάλι μέχρι το σπίτι μου κι αφού έκλεισα τις κουρτίνες του δωματίου μου για να αποφύγω το φως του φεγγαριού, ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι μου.

ΥΓ1. Αυτή είναι η απάντησή μου στην πρόσκληση Αυτής (She). Με παίδεψε ομολογουμένως, ελπίζω να μην μου φυλάει άλλο τέτοιο χουνέρι!
ΥΓ2. Παραδίδω την σκυτάλη σε Pauline μιας και τώρα που τέλειωσε το μεταπτυχιακό της έχει αρκετό χρόνο! Καλή τύχη μωβ φουσκάλα μου!
ΥΓ3. Κανονες:
1. Διαλέγεις όσα τραγούδια θέλεις από έναν
καλλιτέχνη, άντρα ή γυναίκα, έλληνα ή ξένο, οποιουδήποτε ρεπερτορίου.
2. Σκέφτεσαι μια μικρή ιστορία. 10-20 γραμμές είναι αρκετές, αλλά μέχρι όσο θες.
3. Εντάσσεις μες στην ιστορία σου στίχους από αυτά τα τραγούδια και τους
επισημαίνεις ώστε να καταλαβαίνουμε ποιοι είναι.
4. Αν μπορείς συνοδεύεις
την ανάρτησή σου με τους ανάλογους ήχους.
5. Καλείς κι άλλους να σου πουν τη
δικιά τους Μουσική Ιστοριούλα.
ΥΓ4. Από κάτω σας έχω το τραγουδάκι με τα στιχάκια.

Παίδες, ελπίζω να σας άρεσε η μουσική μου ιστοριούλα, αλλά κι αν δεν σας άρεσε, σας ανταμείβω για την υπομονή σας και τον κόπο σας να τη διαβάσετε. Απολαύστε τον Σωκράτη στην "Πριγκιπέσα", δώστε λίγη βάση στη φωνή του, στη μουσική και στους στίχους, και είμαι σίγουρος ότι θα βγείτε κερδισμένοι.

Λοιπόν, παίδες, καλή ακρόαση!

Γεια!





Πριγκιπέσα
(στίχοι - μουσική : Σωκράτης Μάλαμας)

Άλλα θέλω κι άλλα κάνω
πώς να σου το πω
έλεγα περνούν τα χρόνια
θα συμμορφωθώ.

Μα είναι δώρο άδωρο
ν' αλλάξεις χαρακτήρα
τζάμπα κρατάς λογαριασμό
τζάμπα σωστός με το στανιό.

Έξω φυσάει αέρας
κι όμως μέσα μου
μέσα σ' αυτό το σπίτι
πριγκιπέσα μου,
το φως σου και το φως
χορεύουν γύρω μας
απίστευτος ο κόσμος
κι ο χαρακτήρας μας.

Άλλα θέλω κι άλλα κάνω
κι έφτασα ως εδώ
λάθη στραβά και πάθη
μ' έβγαλαν σωστό.

Ξημερώματα στο δρόμο
ρίχνω πετονιά
πιάνω τον εαυτό μου
και χάνω το μυαλό μου.