Καλημέεερα Θεσσαλονίκη!
Πρέπει να 'χεις γίνει λούτσα! Ε; Ε; Ανοίξαν οι ουρανοί μακεδόνες μου, και δεν λέει να κλείσουν. Είδατε βρε; Αν ανοίξεις μια φορά, και νιώσεις τη χαρά, ξανακλείνεις; Σιγά μην ξανακλείσεις.
Αυτό που με στενοχωρεί πάντως με τόσο νερό να συνωστίζεται στο άρτιο αποχετευτικό δίκτυο αυτής της πόλης, είναι τη λαχτάρα που τρώνε τα καημένα τα ποντικάκια μου. Τι να κάνουν άραγε εκεί κάτω; Που να ξεμυτίσουν τα καημένα; Κάπου θα 'χουν κι αυτά κρυφτεί για να αποφύγουν το χείμαρρο που θέλει να τους παρασύρει. Μήπως μας φέρνει γνώριμες καταστάσεις αυτό στο νου; Όχι, όχι, όχι! Ελάτε τώρα δεν θέλω να σας προβληματίζω. Απολαύστε τη βροχούλα, και κρυφτείτε κάπου μην μου μουσκέψετε! Αφήστε τον χείμαρρο να περάσει.
Και μιας και το 'χω συνήθειο, ένα τραγουδάκι, για παρέα, αυτή τη βροχερή μέρα, μπας και σας πείσω να ξετρυπώσετε το ποντίκι στον καθρέφτη σας, έτσι ρε παιδί μου, για να μουσκέψει λίγο το κοκκαλάκι σας! Καταβάθος το ποτάμι θέλει τσαμπουκά!
Τσαααμπουκάααα!
Ποντικάκια μου, καλή ακρόαση!
Γεια!
Η σιωπή αναρριχάται
Το ποντίκι που βρυχάται
μένει μόνο του
Και κοιτάει τον εαυτό του
Για τυρί τ’αφεντικό του
Τρώει τον χρόνο του
Κι απ’ του έρωτα την τρύπα
Βγαίνει κάθε βράδυ σκνίπα
Κι αφουγκράζεται
Τη βουή του κόσμου τούτου
Το ποιόν του διπλανού του
Και κουράζεται
Αχ ποντίκι μου καημένο
Μοναχό παρατημένο
Δείγμα σπάνιο
Του πολιτισμού του τέως
Έρχεσαι εβδομαδιαίως
Σα ζιζάνιο
Και μου λες να σ’αγαπήσω
Πού να πάω και τι να αφήσω
πόσα άραγε
Σα κι εσένα ποντικάκια
Μες στου κόσμου τα σοκάκια
Ποια πενιά
Μες στη τόση μοναξιά
Θα τους τη βάραγε
Μίκυ Μίκυ
Στα κομπιούτερ είμαι φρίκη
Έλα τώρα για τη νίκη
Κλασικέ μου ντεμοντέ
-Μάου μάου
Σας μιλά ο Μίκυ Μάου
ο γατόπαρδος ζημιάου
Δεν θα πάψει να λυσσά
Φιλαράκι
Με μια στάλα ουισκάκι
Τα ποντίκια σαν κι εμένα
Τα κουμπιούτερ τα μασά
Η σιωπή αναρριχάται
Και ο άνθρωπος φοβάται
Την αγάπη του
Μπλέκει τα σωστά με σάπια
Πεντοχίλιαρα και χάπια
Στο ντουλάπι του
Κι όταν ακουστεί το νιάου
Οι γενιές ξεκατινιάου
Κι αγοράζονται
Τα καλύτερά μας χρόνια
Με τα ρέστα από τα ψώνια
Και γενιές του Μίκι Μάους
Λογαριάζονται
Η σιωπή αναρριχάται
Και ο άνθρωπος φοβάται
Το ποντίκι του
Το ποντίκι το δικό του
Τον κακό τον εαυτό του
Το μανίκι του
Κι ό,τι και να πεις με μάους
Στα σχοινιά σαν Μίκι μάους
Στο περίπτερο
Της καρδιάς μας το ταξίδι
Να το σώσουμε στη μνήμη
Τσαμπουκά
Τσαμπουκά για το καλύτερο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Ξέρεις γιατί βρέχει, ε?
Γιατί πάλι έπλυνα - άπλωσα ρούχα!!!
Παίζεις με τον πόνο μου, Riddler!
Τι θες να πεις, ότι κάποιος από 'κει πάνω τα 'χει βάλει μαζί σου;
Γιατί κακό κορίτσι; Τι ατασθαλίες έκανες και τον θύμωσες; Για πες μας!
Ένα σου λέω μόνο..."εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή"
Εν καιρώ, Riddler!
Τίποτα δεν μένει κρυφό ;)
και τα αθηναικα ποντικάκια φοβούνται..
φιλιά καλέ μου riddler :)
Κάθε φορά, από δω και στο εξής, που θα βρέχει θα σκέφτομαι ποντικάκια να τρέχουν βρεγμένα να γλιτώσουν απ'τους χειμάρρους.Και μάλλον θα νοιώθω και σαν ενα απ'αυτα ;)
Γεια σου riddler :)
Δημοσίευση σχολίου